Σύλλογος
ΟΙ ΣΦΑΓΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21
Η Κρήτη ήταν το τελευταίο τμήμα του ελληνικού χώρου που κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, ύστερα από πολύχρονες (από το 1645 – 1669 μ.Χ.), πολύνεκρες και μεγάλες μάχες και παρά τις προσπάθειες των Βενετών να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού.
Από το 1333 οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το νησί. Ωστόσο δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το νησί εκτός από το Ρέθυμνο και κάποια χωριά που λεηλάτησαν το 1538. Η γεωγραφική θέση και τα άφθονα προϊόντα που παράγει η Κρήτη έκαναν τους Τούρκους να την θέλουν όλο και περισσότερο, έτσι το 1645 αποφασίστηκε η κατάληψή της.
To 1645 έφθασαν στην Κρήτη 100 πολεμικά πλοία, 350 μεταγωγικά, 50.000 στρατιώτες με αρχηγό τον Γιουσούφ πασά και τον Μουράτ Αγά. Αποβιβάστηκαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση στα Χανιά, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, όπου έκαψαν και λεηλάτησαν την μονή. Στην συνέχεια συγκρούστηκαν με τους Ενετούς στο νησάκι Θοδωρού όπου μετά από 4 ώρες σκληρής μάχης οι Ενετοί ανατινάχτηκαν παίρνοντας μαζί τους πολλούς Τούρκους όπως στην μονή Αρκαδίου μετέπειτα.
Οι Τούρκοι προχώρησαν και πολιόρκησαν το φρούριο των Χανίων από στεριά και θάλασσα. Οι πολιορκημένοι ζήτησαν βοήθεια από τον Ενετικό στόλο που βρισκόταν στην Σούδα, αλλά μάταια. Η πόλη παραδόθηκε στις 22 Αυγούστου 1645 με όρους που οι Τούρκοι δεν τήρησαν. Σιγά σιγά όλος ο νομός κατακτήθηκε εκτός από τα Σφακιά. Οι κατακτητές προχώρησαν στο Ρέθυμνο. Πολλοί από τους κάτοικους πήγαν στον Χάνδακα για προστασία, όπου δεν έγιναν δεκτοί από τους Ενετούς. Στις 13 Νοεμβρίου έπεσε και το Ρέθυμνο. Γνωρίζοντας ότι το φρούριο του Χάνδακα ήταν το πιο ισχυρό κατέλαβαν πρώτα όλο το νησί και έπειτα, στις 29 Μαΐου 1648 άρχισαν την πολιορκία. Οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πολιορκήσουν από την θάλασσα όπου τροφοδοτούνταν το φρούριο με τρόφιμα και στρατιώτες αφού είχε πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Οι πολιορκητές δωροδοκούσαν τους λιποτάκτες Ενετούς και έτσι ο Ενετός συνταγματάρχης Ανδρέας Μπαρότσης έδειξε τα αδύνατα σημεία του οχυρού. Το φρούριο σιγά σιγά άρχισε να χάνει την δύναμή του και στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 παραδόθηκε με ήπιους όρους.
Οι απώλειες για όλο το νησί ήταν τρομακτικές. Από 500.000 κατοίκους που είχε το νησί πριν τον πόλεμο, μετά τα όσα πέρασε έφθασε τους 50.000.
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίζεται από μεγάλες καταστροφές, δήμευση όλων των περιουσιών που περιήλθαν στα χέρια του Σουλτάνου και σκληρό διωγμό του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου, παρά τα όποια προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ Β΄ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το μεγαλύτερο μέρος των εκκλησιών έγιναν τζαμιά και ο πληθυσμός σφαγιάστηκε και αιχμαλωτίστηκε. Οι Κρητικοί που δεν εγκατέλειψαν το νησί, αν και ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες φτώχειας και καταπίεσης, αντιστάθηκαν με όλα τα μέσα που διέθεταν.
Η πρώτη επαναστατική δραστηριότητα έγινε 23 χρόνια μετά από την κατάκτηση της Κρήτης με την επανάσταση του Μονσενίγου στις 17 Ιουλίου 1692 που όμως καταπνίγηκε. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη που ξεκίνησε στα Σφακιά το 1770 είχε και αυτή ατυχή κατάληξη. Όμως η Κρητική φλόγα για την ελευθερία ολοένα και φούντωνε παρόλο που η δύναμη του νησιού ήταν μικρή και η απόσταση από την ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μεγάλη. Ακόμα δεν υπήρχε ένας αρχηγός που θα οργάνωνε την επανάσταση. Η είδηση του Μεγάλου Ξεσηκωμού του Γένους έφτασε αργά στην Κρήτη από έμπορους Σφακιανούς.
Στις 27 Μαΐου 1821 πραγματοποιείται Παγκρήτια Επαναστατική συνέλευση στη «Θυμιανή Παναγία» των Σφακίων, όπου αποφασίστηκε και οργανώθηκε η επανάσταση.
Οι εμπειρότεροι και ανδρειότεροι ορίζονται αρχηγοί των όπλων με καπετάνιους τους:
Καπετάν Κόρακας (από τη Μεσαρά),
Καπετάν Καζάνης (από το χωριό Μαρμακέτω του Οροπεδίου Λασιθίου, 1793 – 1843),
Καπετάν Βασιλακογιώργης (από το χωριό Άγιο Χαράλαμπο ή Γεροντομουρί του Οροπεδίου Λασιθίου 1794 – 1854) κ.α.
Οι μάχες που γίνονταν ήταν τρομερές. Οι Έλληνες ολοένα και κέρδιζαν έδαφος, με τους Τούρκους όμως για αντίποινα να σφάζουν γυναικόπαιδα.
Πρώτα ελευθερώθηκε το δυτικό μέρος και σιγά σιγά οι επαναστάτες προχωρούσαν προς το κέντρο. Η έλλειψη συντονισμού και ηγέτη της επανάστασης ήταν αισθητή. Οι Κρητικοί ζήτησαν από τον Υψηλάντη να ορίσει έναν αρχηγό, και μετά από κάποιες προτάσεις και αρνήσεις ορίστηκε αρχηγός ο Μιχ. Κομνηνός Αφεντούλιεφ, που αποδείχθηκε άπειρος για την Κρητική επανάσταση.
Το 1822 ο Σουλτάνος, ύστερα από τον πολυμέτωπο αγώνα σε όλο τον Ελληνικό χώρο, ζητά την βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Στις 28 Μαΐου 1822 περίπου 10.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες και 5.000 ιππείς αποβιβάστηκαν στη Σούδα υπό την αρχηγία του Χασάν Πασά.
Παρά τις παρακλήσεις για βοήθεια από την υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπήρξε καμία απάντηση. Τον Νοέμβριο του 1822 αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Αφεντούλιεφ από τον Εμμ. Τομπάζη που έφτασε στην Κρήτη στις 20 Μαΐου. Ο νέος αρμοστής όμως αποδείχθηκε μοιραίος για την εξέλιξη της επανάστασης. Ενώ οι κατακτητές δυνάμωναν από τις Αιγύπτιες δυνάμεις, η λάθος στρατηγική του Τομπάζη σιγά σιγά κατέπνιγε την επανάσταση. Στις 12 Απριλίου 1824 ο Τομπάζης έφυγε από την Κρήτη και μαζί με αυτόν έσβηνε η επανάσταση.
Οι μόνοι που αντιστέκονταν ήταν οι “καλησπέριδες”, οι χαΐνηδες δηλαδή που ήταν κρυμμένοι στα βουνά και έκαναν κλεφτοπόλεμο προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα Τούρκικα στρατεύματα.
Η προσφορά της Κρήτης στην εδραίωση της Ελληνικής επανάστασης ήταν μεγάλη. Για 3 χρόνια η Κρήτη κράταγε απασχολημένο τον στρατό του Μωχάμετ Άλη στο νησί χωρίς να μπορεί να επιτεθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ακόμα πολλοί ήταν οι εκπατρισμένοι Κρητικοί που βοήθησαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Παρόλα αυτά όμως οι εγκέφαλοι της Ελληνικής Επανάστασης δεν το αναγνώρισαν, όπως και πολλοί ιστορικοί μετέπειτα.
Έτσι έπνιξαν την επανάσταση των Κρητών στο αίμα.
Συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1823 γίνεται η σφαγή του Λασιθίου δηλαδή τα Τουρκοαιγυπτιακά ¬στρατεύματα κατασφάζουν όσους κατοίκους του Οροπεδίου Λασιθίου δεν είχαν φύγει στα βουνά και στήνουν πυραμίδα από τα κεφάλια τους. Μετά οι βάρβαρες ορδές του στρατηγού Χασάν σφαγιάζουν 3600 άνδρες και γυναίκες μέσα στο σπήλαιο Μιλάτου Μεραμβέλου, όπου είχαν καταφύγει. Οι νέοι και οι νέες, αφού κακοποιήθηκαν, πουλήθηκαν στην Αίγυπτο.
Επίσης στις 2 και 3 Οκτωβρίου του 1823 στο σπήλαιο Μελιδονίου βρήκαν οικτρό θάνατο 370 κάτοικοι του χωριού Μελιδονίου που κρύφτηκαν εκεί, επειδή δεν ήθελαν να παραδοθούν στους επιδρομείς Τούρκους. Οι τελευταίοι πετούσαν από την είσοδο του σπηλαίου αναμμένα υλικά, ώσπου ο καπνός τους προκάλεσε ασφυξία.
Τα χρόνια 1828 και 1829 ο αγώνας δυναμώθηκε και οι Κρητικοί απελευθέρωναν όλο και περισσότερα χωριά. Όμως το μέλλον της Κρήτης δεν διαγραφόταν από τις νίκες των Κρητικών αλλά από τους διπλωμάτες Ευρωπαίους. Στο οριστικό πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 30 Φεβρουαρίου 1830 όπου αποφασίστηκαν τα οριστικά σύνορα του Ελληνικού κράτους η Κρήτη δεν ήταν μέσα, με αποτέλεσμα την απογοήτευση των Κρητικών αφού ο πολυετής αγώνας δεν δικαιώθηκε. Με την παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων έγινε ανακωχή που όμως οι Τούρκοι ποτέ δεν κράτησαν.
Γραμβούσα |
Στις 2 Αυγούστου 1824, 15 Σφακιανοί καταλαμβάνουν την Γραμβούσα που έγινε κέντρο των επαναστατικών επιχειρήσεων των επόμενων ετών. Η φλόγα της επανάστασης άρχισε να φουντώνει ξανά παρά τα όσα οι Κρητικοί είχαν περάσει. Πολλές ήταν οι μάχες που έγιναν όπως και οι προσπάθειες για την αναζωπύρωση της επανάστασης σε όλο το νησί. Ο κλεφτοπόλεμος, οι νυχτερινές ενέδρες και το ταμπούρωμα στα βουνά ήταν η κύρια στρατηγική των Κρητικών. Η έλλειψη ενός ηγέτη της επανάστασης ήταν το πρόβλημα της οργάνωσης. Έτσι στις 5 Ιανουαρίου 1828 ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης αποβιβάστηκε στην Γραμβούσα ως ο νέος αρμοστής. Κατά το ταξίδι του προς την Κρήτη συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια όπου η στάση του ως προς την Κρητική επανάσταση ήταν ψυχρή. Οι μάχες που έγιναν με αποκορύφωση την πολιορκία στο Φραγκοκάστελο ήταν σκληρές και άνισες μπροστά στον πολυάριθμο Τούρκικο στρατό ενώ ο Νταλιάνης σκοτώθηκε ηρωικά. Νέος αρμοστής ορίστηκε ο Γερμανός βαρόνος Ρέινεκ που έμεινε ως τον Μάρτιο του 1829 και πήρε την θέση του ο φιλοπόλεμος Χάιν. |