
Σύλλογος
Η Περίοδος της Ενετοκρατίας ξεκίνησε με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και την παραχώρηση της Κρήτης από το Λατίνο αυτοκράτορα στον Βονιφάτιο Μονφερατικό. Ο τελευταίος, το 1210 πούλησε το νησί στους Βενετούς για περίπου χίλια νομίσματα από ασήμι, οι οποίοι αφού αντιμετώπισαν με επιτυχία τις επιθέσεις των Γενουατών, κατάφεραν να εγκατασταθούν εκεί οριστικά το 1212 έως το 1669, εκτός από τα Σφακιά που δεν υποτάχθηκαν ολοκληρωτικά. ‘Όρισαν πρωτεύουσα του νησιού το Ηράκλειο.
Η Κρήτη ήταν πολύτιμη για τους Βενετούς, επειδή, λόγω της τοποθεσίας της, θα συντελούσε στην ανάπτυξη του βενετικού εμπορίου στην Ανατολή. Οι Γενοβέζοι, παραδοσιακοί αντίπαλοι των Βενετών, αντιτάχθηκαν στην κατοχή παίρνοντας το μέρος του ντόπιου πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της Ενετοκρατίας ξεσπούσαν συνεχώς επαναστάσεις.
Η Ενετοκρατία που διήρκεσε τέσσερις αιώνες περίπου διακρίνεται σε δυο υποπεριόδους. Η πρώτη φτάνει μέχρι το 1453, που οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και η δεύτερη μέχρι το 1669, όπου ύστερα από σκληρή πολιορκία 21 ετών πέρασε και η Κρήτη στα χέρια των Τούρκων.
Το νησί, γνωστό και ως "Βασίλειο της Κρήτης" διαιρέθηκε διοικητικά αρχικά σε έξι σεξτέρια : Των Αγίων Αποστόλων , του Αγίου Μάρκου , του Σταυρού, του Καστέλου , του Αγίου Παύλου και του Dorsoduro. και αργότερα σε τέσσερα διαμερίσματα.
Η εξουσία ασκούνταν από τον Δούκα, τους συμβούλους του και τους ρέκτορες, ενώ ο ντόπιος πληθυσμός δεν είχε σχεδόν κανένα δικαίωμα και περιουσία. Την εποχή εκείνη επιβλήθηκε Λατίνος αρχιεπίσκοπος και έγινε μεγάλη προσπάθεια περιορισμού της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δήμευση της περιουσίας της.
Το Βενετικό σύστημα διακυβέρνησης ήταν καταπιεστικό και επέβαλε αυστηρή τήρηση της τάξης και των κανόνων. Οι ηγεμόνες ορίζονταν κατευθείαν από τη Βενετία και εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τους θησαυρούς της Κρήτης. Η βαριά φορολογία, οι χαμηλές τιμές των προϊόντων και η κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια των ντόπιων.
Σιγά-σιγά οι Βενετοί χαλάρωσαν το καθεστώς τους και επέτρεψαν τη σύναψη γάμων μεταξύ ντόπιων και Βενετών καθώς και την ελεύθερη εγκατάσταση οποιουδήποτε στο νησί. Μ’ αυτές τις αλλαγές η οικονομική και κοινωνική κατάσταση αρκετών Κρητών βελτιώθηκε.
Καθ' όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, η Κρήτη γνώρισε σημαντική πληθυσμιακή ανάπτυξη καθώς οι Βενετοί επιδόθηκαν σε μια μεγάλη προσπάθεια εποικισμού της για την ενίσχυση της εκεί παρουσίας τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας ξέσπασαν μια σειρά απελευθερωτικά κινήματα με κορυφαία αυτά των Σκορδίληδων, του Καλλέργη και των Μελισσηνών. Κατάφεραν να κερδίσουν κάποια προνόμια και δικαιώματα για τον ντόπιο πληθυσμό, όπως η συνθήκη του 1299 (Pax Alexi Callergi), που αναγνώρισε το δικαίωμα εγκατάστασης ορθόδοξου επισκόπου, ελεύθερης εγκατάστασης σε όλο το νησί και την απελευθέρωση των δουλοπάροικων. Το κίνημα των αδερφών Καλλέργη βρήκε και την υποστήριξη βενετών γαιοκτημόνων που δυσαρεστημένοι από τη σκληρή φορολογία συνέπραξαν για την ανακήρυξη του νησιού σε Αυτόνομη Δημοκρατία με το όνομα Δημοκρατία του Αγίου Τίτου.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα εξαγωγές καλαμποκιού, λαδιού και αλατιού πραγματοποιούνταν απ’ όλα τα λιμάνια. Το Κρητικό κρασί εξαγόταν σε ευρεία κλίμακα και έγινε διάσημο σ’ όλη την Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά το σύστημα της δουλοπαροικίας και της θεσμοθετημένης δουλείας κράτησε μέχρι το τέλος της Ενετοκρατίας.
Παρόλο που η Κρήτη ήταν υποδουλωμένη, οι τέχνες και τα γράμματα δεν έπαψαν να ανθίζουν, μέχρι την κατάκτησή της από τους Τούρκους τουλάχιστον. Οι Βυζαντινές και οι Ενετικές επιρροές ανέπτυξαν τις τέχνες και τα γράμματα. Πολλοί ήταν οι Βυζαντινοί λόγιοι που κατέφυγαν στην Κρήτη. Ακόμα οι κάτοικοι της Κρήτης είχαν την δυνατότητα να ταξιδέψουν στην Ιταλία για ευρύτερες σπουδές, και στη συνέχεια επέστρεφαν πίσω για να μεταφέρουν τα νέα επιστημονικά ρεύματα ή έμεναν στην Δύση όπου διέπρεπαν. Μετά την τελική πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453 μ.Χ., πολλοί επιστήμονες βρήκαν καταφύγιο στην Κρήτη, με συνέπεια το νησί να γίνει κέντρο για τις τέχνες και τα γράμματα.
Με την ανάπτυξη των χαμηλότερων και των μεσαίων βαθμίδων της εκπαίδευσης σύμφωνα με το πρότυπο της Βενετίας, η εκπαίδευση αναβαθμίστηκε. Πολλοί Κρήτες φοίτησαν στα Πανεπιστήμια της Βενετίας και της Πάδοβας και επέστρεψαν στη Κρήτη σα γιατροί και νομικοί. Τα μοναστήρια έγιναν κι αυτά κέντρα μάθησης και οι επιστήμονες-μοναχοί της Κρήτης προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Καθώς η εκπαίδευση άκμασε, άκμασε και ο γραπτός λόγος. Οι πιο σημαντικές προσωπικότητες της Κρητικής Λογοτεχνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν ο Γεώργιος Χορτάτζης, συγγραφέας του δραματικού έργου Ερωφίλη και ο Βιντσέντζος Κορνάρος, συγγραφέας του Ερωτόκριτου, που είναι ένα βαθιά ερωτικό δημιούργημα της Κρητικής λογοτεχνίας, το οποίο ακόμα και σήμερα απαγγέλλεται σ’ όλο το νησί.
Σύντομα οι επιρροές της Ιταλικής Αναγέννησης συνδυάστηκαν με τις αρχές της κλασικής αισθητικής και το Βυζαντινό χαρακτήρα και μία νέα σχολή ζωγραφικής, η “Κρητική σχολή” δημιουργήθηκε. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ξακουστός αγιογράφος Δαμασκηνός φοίτησε μαζί με το Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, γνωστό ως “Ελ Γκρέκο”, στη σχολή της Αγίας Αικατερίνης του Ηρακλείου.
Κατά τη διάρκεια της Βενετικής κατοχής η Ιταλική αρχιτεκτονική εξαπλώθηκε γρήγορα σ’ όλο το νησί. Οι Κρητικές πόλεις (Ηράκλειο) άρχισαν να μοιάζουν με τις Βενετικές Μεσογειακές πόλεις καθώς τα κτίρια, τα κάστρα, τα λιμάνια και οι εκκλησίες τους σχεδιάστηκαν από Ιταλούς αρχιτέκτονες. Το δέκατο έκτο αιώνα, και ενώ κυριαρχούσε η απειλή της Τουρκικής εισβολής, άρχισε η προσπάθεια να χτιστούν ξανά τα μεγάλα κάστρα. Προς το τέλος του αιώνα, με την επιβολή καταναγκαστικής εργασίας κτίστηκε το “Μεγάλο Κάστρο”, το οχυρό του Ηρακλείου που διατηρείται ως σήμερα. Όλες οι μεγάλες πόλεις και τα λιμάνια της Κρήτης απόχτησαν τέτοια κάστρα.